χεροπιάνω

χεροπιάνω
Ν
1. κρατώ κάποιον από το χέρι
2. (το μεσ.) χεροπιάνομαι
κρατιέμαι χέρι χέρι με κάποιον («στη σκιά χεροπιασμένες... κρινοδάχτυλες παρθένες», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο]-) + πιάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χεροπιάνω — χερόπιασα, χεροπιάστηκα, χεροπιασμένος 1. πιάνω από το χέρι ή με το χέρι. 2. το μέσο, χεροπιάνομαι σημαίνει ότι κρατιέμαι από το χέρι ή με τα χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χερόπιασμα — το, Ν [χεροπιάνω] 1. το να κρατά κανείς κάποιον από το χέρι 2. πιάσιμο με το χέρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”